- σμάλτωση
- η, Ν [σμαλτώνω]Ν1. επίχριση μιας επιφάνειας με σμάλτο, εφυάλωση2. επικάλυψη κεραμεικού ή μεταλλικού αντικειμένου με σμάλτο3. φρ. «σμάλτωση ηλεκτρικού αγωγού» — μόνωση ηλεκτρικού αγωγού, που επιτυγχάνεται με εναπόθεση λεπτού στρώματος σμάλτου, συνήθως συνθετικού βερνικιού, στην επιφάνειά του.
Dictionary of Greek. 2013.